βαδίσει

βαδίσει
βάδισις
walking
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
βαδίσεϊ , βάδισις
walking
fem dat sg (epic)
βάδισις
walking
fem dat sg (attic ionic)
βαδίζω
walk
aor subj act 3rd sg (epic)
βαδίζω
walk
fut ind mid 2nd sg
βαδίζω
walk
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβασία — Ψυχοπαθολογική κατάσταση υστερικού χαρακτήρα ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά, ενώ μπορεί να μετακινείται με πηδήματα ή μπουσουλώντας, να κολυμπάει, να σκαρφαλώνει στα δέντρα ακόμη και να χορεύει. Τις περισσότερες φορές… …   Dictionary of Greek

  • γερονταγωγώ — γερονταγωγῶ ( έω) (Α) 1. οδηγώ γέροντα, τον βοηθώ να βαδίσει 2. ειρων. διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω κάποιον που βρίσκεται σε γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων ( οντος) + αγωγώ < αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • γηροφορώ — γηροφορῶ ( έω) (Α) μεταφέρω γέροντα, ανίκανο να βαδίσει …   Dictionary of Greek

  • επίβαση — η (AM ἐπίβασις) [επιβαίνω] βάτεμα, οχεία αρχ. μσν. 1. άφιξη, είσοδος 2. η επιφάνεια στην οποία στηρίζονται τα πόδια για να σταθεί ή να βαδίσει κάποιος («ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτόν», ΠΔ) 3. η κάθοδος τού Χριστού στον Άδη μσν. αντικανονική… …   Dictionary of Greek

  • επιβάσκω — ἐπιβάσκω (Α) κάνω κάποιον να βαδίσει προς ορισμένη κατεύθυνση, οδηγώ …   Dictionary of Greek

  • ευανόδευτος — εὐανόδευτος, ον (Μ) αυτός που εύκολα μπορεί κανείς να οδεύσει, να βαδίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αν οδεύω] …   Dictionary of Greek

  • ευθυβαστικός — ή, ό το πτηνό που μπορεί να βαδίσει ευθύς μετά την εκκόλαψη …   Dictionary of Greek

  • εύοδος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς (1ος αι.). Προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό από τους Αποστόλους και μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τα αδέλφια του, Ερμογένη και Καλλίστη. Η μνήμη του τιμάται την 1η Σεπτεμβρίου. 2. Ο απόστολος… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”